- ἀπόλοιπος
- ἀπόλοιπος, ον,A remaining over, left behind, LXX Ez.41.15, al.; ἀπόλοιπα, τά, unpaid arrears, = Lat. residua, IG5(1).1434 ([place name] Messene).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απόλοιπος — η, ο (AM ἀπόλοιπος, ον) υπόλοιπος … Dictionary of Greek
ἀπόλοιπον — ἀπόλοιπος remaining over masc/fem acc sg ἀπόλοιπος remaining over neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολοίπου — ἀπόλοιπος remaining over masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλοιπα — ἀπόλοιπος remaining over neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… … Dictionary of Greek